ἐνώτιον: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - " »" to "»") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐνοιτ- <i>PDura</i> 30.21, <i>PEuphr</i>.12.18 (ambos III d.C.)<br />gener. plu. [[pendientes]], [[zarcillos]] A.<i>Fr</i>.102, Aen.Tact.31.7, LXX <i>Ge</i>.24.22, <i>IG</i> 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), <i>Sel.Pap</i>.3.10 (I a.C.), Ath.331e, <i>PDura</i> l.c., Ael.<i>VH</i> 1.18, Pall.<i>V.Chrys</i>.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, <i>POxy</i>.3491.7 (II d.C.), <i>PEuphr</i>.l.c., Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.307.1, cf. [[ἐνώδιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:00, 20 July 2021
English (LSJ)
τό, (οὖς)
A ear-ring, earring, A.Fr.102, Testamentum Platonisap. D.L.3.42, Aen.Tact.31.7, IG11(2).161B26(Delos, iii B. C.), Hedyl. ap.Ath.8.345b, etc.; cf. ἐνώδιον.
German (Pape)
[Seite 861] τό, das Ohrgehänge, gew. im plur.; Aeschyl. bei Poll. 10, 175. 2, 83; Hedyl. Ath. VIII, 345 a; D. L. 3, 42. S. ἐνώδιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνώτιον: τό, (οὖς), «σκουλαρίκι», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 101, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 345Β, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 42· πρβλ. ἐνῴδιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἐνοιτ- PDura 30.21, PEuphr.12.18 (ambos III d.C.)
gener. plu. pendientes, zarcillos A.Fr.102, Aen.Tact.31.7, LXX Ge.24.22, IG 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), Sel.Pap.3.10 (I a.C.), Ath.331e, PDura l.c., Ael.VH 1.18, Pall.V.Chrys.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, POxy.3491.7 (II d.C.), PEuphr.l.c., Euagr.Pont.Schol.Pr.307.1, cf. ἐνώδιον.
Greek Monolingual
το (AM ἐνώτιον)
κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκι («ἐνώτιον χρυσοῦν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» — μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι
2. αρχιτ. ενώτια
τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο τρούλλος και στη βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενωτὶ (δοτ. εν. του ούς) με επίθημα -ον].
Russian (Dvoretsky)
ἐνώτιον: τό серьга Aesch., Diog. L.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐνῴδιον.
Frisk Etymology German
ἐνώτιον: {enṓtion}
See also: s. ἐνῴδιον.
Page 1,527