ἐκδότης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐγδ- <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siro I a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[el que entrega]] a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας <i>POxy</i>.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[adjudicador]] ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ] ᾶστάλας <i>IPArk</i>.23.11 (Herea III a.C.), cf. <i>ID</i> 507.25, 28 (III a.C.), uno solo <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.<i>Pc</i>.282 (sent. dud.), v. [[ἐκδοτήρ]].<br /><b class="num">3</b> [[traductor]] ὡς δὲ οἱ [[ἄλλοι]] ἐκδόται, [[Ἀκύλας]] μέν Epiph.Const.<i>Haer</i>.65.4.5.<br /><b class="num">4</b> ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐγδ- <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siro I a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[el que entrega]] a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας <i>POxy</i>.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[adjudicador]] ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ] ᾶστάλας <i>IPArk</i>.23.11 (Herea III a.C.), cf. <i>ID</i> 507.25, 28 (III a.C.), uno solo <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.<i>Pc</i>.282 (sent. dud.), v. [[ἐκδοτήρ]].<br /><b class="num">3</b> [[traductor]] ὡς δὲ οἱ [[ἄλλοι]] ἐκδόται, [[Ἀκύλας]] μέν Epiph.Const.<i>Haer</i>.65.4.5.<br /><b class="num">4</b> ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εκδότις και εκδότρια, η) (AM [[ἐκδότης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναλαμβάνει τη [[δαπάνη]] της εκτυπώσεως και κυκλοφορίας συγγράμματος ή εντύπου («[[εκδότης]] βιβλίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» (για [[εφημερίδα]]) αυτός που έχει τη νομική [[ευθύνη]] για τα δημοσιευόμενα<br />β. «[[εκδότης]] συναλλαγματικής» — αυτός που συντάσσει και υπογράφει σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού κώδικα ειδικό [[έγγραφο]] με το οποίο δίνει [[εντολή]] σε τρίτο [[πρόσωπο]] να καταβάλει το οφειλόμενο [[ποσό]] στον αποδέκτη<br />γ. «[[εκδότης]] εντάλματος, διαβατηρίου κ.λπ.» — ο [[αρμόδιος]] [[υπάλληλος]] ή η αρμόδια [[αρχή]] για την έκδοσή τους<br /><b>4.</b> «[[εκδότης]] εισιτηρίων» — αυτός που δίνει με [[καταβολή]] του αντίτιμου τα δελτία εισόδου σε χώρο θεαμάτων, σε συγκοινωνιακά [[μέσα]] κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />[[ανάδοχος]], [[εργολάβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παραγγέλνει [[κάτι]] με [[αντιμισθία]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δίνει σε γάμο την [[κόρη]] του<br /><b>3.</b> [[προδότης]].
|mltxt=ο (θηλ. εκδότις και εκδότρια, η) (AM [[ἐκδότης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναλαμβάνει τη [[δαπάνη]] της εκτυπώσεως και κυκλοφορίας συγγράμματος ή εντύπου («[[εκδότης]] βιβλίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» (για [[εφημερίδα]]) αυτός που έχει τη νομική [[ευθύνη]] για τα δημοσιευόμενα<br />β. «[[εκδότης]] συναλλαγματικής» — αυτός που συντάσσει και υπογράφει σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού κώδικα ειδικό [[έγγραφο]] με το οποίο δίνει [[εντολή]] σε τρίτο [[πρόσωπο]] να καταβάλει το οφειλόμενο [[ποσό]] στον αποδέκτη<br />γ. «[[εκδότης]] εντάλματος, διαβατηρίου κ.λπ.» — ο [[αρμόδιος]] [[υπάλληλος]] ή η αρμόδια [[αρχή]] για την έκδοσή τους<br /><b>4.</b> «[[εκδότης]] εισιτηρίων» — αυτός που δίνει με [[καταβολή]] του αντίτιμου τα δελτία εισόδου σε χώρο θεαμάτων, σε συγκοινωνιακά [[μέσα]] κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />[[ανάδοχος]], [[εργολάβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παραγγέλνει [[κάτι]] με [[αντιμισθία]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δίνει σε γάμο την [[κόρη]] του<br /><b>3.</b> [[προδότης]].
}}
}}

Revision as of 13:02, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδότης Medium diacritics: ἐκδότης Low diacritics: εκδότης Capitals: ΕΚΔΟΤΗΣ
Transliteration A: ekdótēs Transliteration B: ekdotēs Transliteration C: ekdotis Beta Code: e)kdo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who farms out contracts or taxes, ib. 12(5).653.63, etc. II one who gives his daughter in marriage, POxy.497.15 (ii A.D.). III betrayer, Hsch.

German (Pape)

[Seite 758] ὁ, der eine Arbeit für Lohn verdingt, Inscr. II p. 277.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐγδ- IG 12(5).653.63 (Siro I a.C.)
1 el que entrega a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας POxy.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).
2 adjudicador ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ] ᾶστάλας IPArk.23.11 (Herea III a.C.), cf. ID 507.25, 28 (III a.C.), uno solo IG 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.Pc.282 (sent. dud.), v. ἐκδοτήρ.
3 traductor ὡς δὲ οἱ ἄλλοι ἐκδόται, Ἀκύλας μέν Epiph.Const.Haer.65.4.5.
4 ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκδότις και εκδότρια, η) (AM ἐκδότης)
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει τη δαπάνη της εκτυπώσεως και κυκλοφορίας συγγράμματος ή εντύπου («εκδότης βιβλίου»)
2. φρ. α. «υπεύθυνος εκδότης» (για εφημερίδα) αυτός που έχει τη νομική ευθύνη για τα δημοσιευόμενα
β. «εκδότης συναλλαγματικής» — αυτός που συντάσσει και υπογράφει σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού κώδικα ειδικό έγγραφο με το οποίο δίνει εντολή σε τρίτο πρόσωπο να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στον αποδέκτη
γ. «εκδότης εντάλματος, διαβατηρίου κ.λπ.» — ο αρμόδιος υπάλληλος ή η αρμόδια αρχή για την έκδοσή τους
4. «εκδότης εισιτηρίων» — αυτός που δίνει με καταβολή του αντίτιμου τα δελτία εισόδου σε χώρο θεαμάτων, σε συγκοινωνιακά μέσα κ.λπ.
μσν.
ανάδοχος, εργολάβος
αρχ.
1. αυτός που παραγγέλνει κάτι με αντιμισθία
2. εκείνος που δίνει σε γάμο την κόρη του
3. προδότης.