καταλαλώ: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καταλαλῶ, -έω)<br />[[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]] («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]], μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῖς [[θύραζε]] | |mltxt=(AM καταλαλῶ, -έω)<br />[[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]] («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]], μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῖς [[θύραζε]] ταῦτα καταλαλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]] κάποιον με τη [[φλυαρία]] μου<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον. | ||
}} | }} |