είτε: Difference between revisions
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
(10) |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[εἴτε]], Α και δωρ. τ. [[αἴτε]])<br />([[διαζευκτικός]] [[σύνδεσμος]])<br /><b>1.</b> χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα<br />[[συχνά]] ακολουθείται και από [[άλλο]] σύνδεσμο) π.χ. <i>και</i>, <i>ουν</i>, <i>άρα</i>, <i>αυ</i> για μεγαλύτερη [[έμφαση]] («[[εἴτε]] πετύχω [[εἴτε]] αποτύχω», «εἴτ' οὖν θανόντος [[εἴτε]] καὶ ζῶντος πέρι [[λέγω]]», <b>Αισχ.</b>)<br />β) απλές έννοιες όπως ουσιαστικά, επίθετα κ.λπ. («τὴν εἴθ' ἡδονὴν [[εἴτε]] ἀπονίαν ἠ εὐστάθειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />[[συχνά]] το πρώτο από τα δύο [[είτε]] παραλείπεται («[[πόλις]] [[εἴτε]] ἰδιῶταί τινες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συχνά]] το πρώτο [[είτε]] αντικαθίσταται<br />α) με το <i>εἰ</i> («μάθε, εἰ λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα, [[εἴτε]] αὐτοὶ λέγοντες | |mltxt=(AM [[εἴτε]], Α και δωρ. τ. [[αἴτε]])<br />([[διαζευκτικός]] [[σύνδεσμος]])<br /><b>1.</b> χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα<br />[[συχνά]] ακολουθείται και από [[άλλο]] σύνδεσμο) π.χ. <i>και</i>, <i>ουν</i>, <i>άρα</i>, <i>αυ</i> για μεγαλύτερη [[έμφαση]] («[[εἴτε]] πετύχω [[εἴτε]] αποτύχω», «εἴτ' οὖν θανόντος [[εἴτε]] καὶ ζῶντος πέρι [[λέγω]]», <b>Αισχ.</b>)<br />β) απλές έννοιες όπως ουσιαστικά, επίθετα κ.λπ. («τὴν εἴθ' ἡδονὴν [[εἴτε]] ἀπονίαν ἠ εὐστάθειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />[[συχνά]] το πρώτο από τα δύο [[είτε]] παραλείπεται («[[πόλις]] [[εἴτε]] ἰδιῶταί τινες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συχνά]] το πρώτο [[είτε]] αντικαθίσταται<br />α) με το <i>εἰ</i> («μάθε, εἰ λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα, [[εἴτε]] αὐτοὶ λέγοντες ταῦτα παραφρονέουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) με το <i>ἤ</i> («ἤ ῥα κλυτῶν ἐνάρων ψευσθεῑσα δώροις εἴτ' ἐλαφαβολίας;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> χρησιμοποιείται σε πλάγιες ερωτήσεις [[αντί]] για το <i>ει</i> («[[σάφα]] εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν εἴθ' ὅγ' ἐπ' ἠπείρου..., [[εἴτε]] καὶ ἐν πελάγει», Οδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ότι (ειδικό)<br /><b>2.</b> «[[εἴτε]] δέ» — [[αλλιώς]], [[ειδεμή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 25 July 2021
Greek Monolingual
(AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε)
(διαζευκτικός σύνδεσμος)
1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα
συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι λέγω», Αισχ.)
β) απλές έννοιες όπως ουσιαστικά, επίθετα κ.λπ. («τὴν εἴθ' ἡδονὴν εἴτε ἀπονίαν ἠ εὐστάθειαν», Πλούτ.)
συχνά το πρώτο από τα δύο είτε παραλείπεται («πόλις εἴτε ἰδιῶταί τινες», Πλάτ.)
2. συχνά το πρώτο είτε αντικαθίσταται
α) με το εἰ («μάθε, εἰ λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα, εἴτε αὐτοὶ λέγοντες ταῦτα παραφρονέουσι», Ηρόδ.)
β) με το ἤ («ἤ ῥα κλυτῶν ἐνάρων ψευσθεῑσα δώροις εἴτ' ἐλαφαβολίας;», Σοφ.)
3. χρησιμοποιείται σε πλάγιες ερωτήσεις αντί για το ει («σάφα εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν εἴθ' ὅγ' ἐπ' ἠπείρου..., εἴτε καὶ ἐν πελάγει», Οδ.)
μσν.
1. ότι (ειδικό)
2. «εἴτε δέ» — αλλιώς, ειδεμή.