δάρσιμο: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />ο [[δαρμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έντονη και [[συνεχής]] ανατάραξη υγρού προϊόντος («το [[δάρσιμο]] του γάλακτος», για να αφαιρεθεί το [[βούτυρο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]], <i>εδάρην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γδάρσιμο]] <span style="color: red;"><</span> [[γδέρνω]]-<i>έγδειρα</i>)].
|mltxt=το<br />ο [[δαρμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έντονη και [[συνεχής]] ανατάραξη υγρού προϊόντος («το [[δάρσιμο]] του γάλακτος», για να αφαιρεθεί το [[βούτυρο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]], <i>εδάρην</i> ([[πρβλ]]. [[γδάρσιμο]] <span style="color: red;"><</span> [[γδέρνω]]-<i>έγδειρα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
ο δαρμός
νεοελλ.
έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο του γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω-έγδειρα)].