ευμήκης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), | |mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μήκης</i>, <i>ουρανο</i>-<i>μήκης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ εὐμήκης, -ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης)
1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)
2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε
τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. συνεκδ. σημαντικός, αξιόλογος («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμηκες
είδος βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης, ουρανο-μήκης].