ημιμερής: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιμερής]], -ές (Μ)<br />ο [[μισός]], αυτός που αποτελεί μισό [[μερίδιο]], που συνίσταται από μισό [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>μερής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=[[ἡμιμερής]], -ές (Μ)<br />ο [[μισός]], αυτός που αποτελεί μισό [[μερίδιο]], που συνίσταται από μισό [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. <i>μονο</i>-<i>μερής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μερής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιμερής, -ές (Μ)
ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μερής (< μέρος), πρβλ. μονο-μερής, πολυ-μερής].