θερείβοτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερείβοτος]], -ον (Μ)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που [[κατά]] το [[θέρος]] χρησιμεύει για [[βοσκή]] ζώων, που έχει [[χορτάρι]] [[κατά]] το [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρειος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>βού</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=[[θερείβοτος]], -ον (Μ)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που [[κατά]] το [[θέρος]] χρησιμεύει για [[βοσκή]] ζώων, που έχει [[χορτάρι]] [[κατά]] το [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρειος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. <i>αιγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>βού</i>-<i>βοτος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερείβοτος Medium diacritics: θερείβοτος Low diacritics: θερείβοτος Capitals: ΘΕΡΕΙΒΟΤΟΣ
Transliteration A: thereíbotos Transliteration B: thereibotos Transliteration C: thereivotos Beta Code: qerei/botos

English (LSJ)

ον, (βόσκω) A serving for a summer-pasture, Eust.222.20.

German (Pape)

[Seite 1200] Sommerweiden habend, im Sommer zur Weide dienend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

θερείβοτος: -ον, (βόσκω) χρησιμεύων κατὰ τὸ θέρος εἰς βοσκήν, ἔχων κατὰ τὸ θέρος βοσκήν, Εὐστ. 222. 20.

Greek Monolingual

θερείβοτος, -ον (Μ)
(για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, βού-βοτος].