ιδείν: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἰδεῖν, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέμμα]], [[ματιά]]<br /><b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. <i>ορώ</i> με σημ. την αφηρημένη [[έννοια]] ( | |mltxt=ἰδεῖν, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέμμα]], [[ματιά]]<br /><b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. <i>ορώ</i> με σημ. την αφηρημένη [[έννοια]] ([[πρβλ]]. το [[είναι]] «ύπαρξη»)]. | ||
}} | }} |