ιπποβότης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποβότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφει ίππους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (στη [[Χαλκίδα]] και γεν. στην Εύβοια) <i>οἱ ἱπποβόται</i><br />[[ονομασία]] τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν [[πολιτεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγι</i>-[[βότης]], <i>υο</i>-[[βότης]]].
|mltxt=[[ἱπποβότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφει ίππους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (στη [[Χαλκίδα]] και γεν. στην Εύβοια) <i>οἱ ἱπποβόται</i><br />[[ονομασία]] τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν [[πολιτεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. <i>αιγι</i>-[[βότης]], <i>υο</i>-[[βότης]]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱπποβότης, ὁ (Α)
1. αυτός που τρέφει ίππους
2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται
ονομασία τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι-βότης, υο-βότης].