ιπποβότης: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποβότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφει ίππους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (στη [[Χαλκίδα]] και γεν. στην Εύβοια) <i>οἱ ἱπποβόται</i><br />[[ονομασία]] τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν [[πολιτεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), | |mltxt=[[ἱπποβότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφει ίππους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (στη [[Χαλκίδα]] και γεν. στην Εύβοια) <i>οἱ ἱπποβόται</i><br />[[ονομασία]] τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν [[πολιτεία]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. <i>αιγι</i>-[[βότης]], <i>υο</i>-[[βότης]]]. | ||
}} | }} |