καταβρεχτήρι: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />φορητό [[δοχείο]] κατάλληλο για [[κατάβρεγμα]] ή για [[πότισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κλαδευ</i>-<i>τήρι</i>, <i>ξεσκονισ</i>-<i>τήρι</i>). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. <i>καταβρεκτήρια</i> μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].
|mltxt=το<br />φορητό [[δοχείο]] κατάλληλο για [[κατάβρεγμα]] ή για [[πότισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i> ([[πρβλ]]. <i>κλαδευ</i>-<i>τήρι</i>, <i>ξεσκονισ</i>-<i>τήρι</i>). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. <i>καταβρεκτήρια</i> μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρι (πρβλ. κλαδευ-τήρι, ξεσκονισ-τήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].