καλλοποιός: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] [[ωραίο]], αυτός που προσδίδει [[κάλλος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) ο [[δημιουργός]] του κάλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), | |mltxt=[[καλλοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] [[ωραίο]], αυτός που προσδίδει [[κάλλος]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) ο [[δημιουργός]] του κάλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>βροχο</i>-[[ποιός]], <i>ζωο</i>-[[ποιός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A producing beauty, ἄνθος κάλλους κ. Plot.6.7.32, cf. Procl.in Ti.1.269 D., in Prm.p.543 S.; cf. καλοποιός.
German (Pape)
[Seite 1311] Schönheit schaffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλοποιός: ὁ, ἡ, παράγων κάλλος, Πλωτῖνος σ. 1323 Creuz.· καὶ δι’ ἑνὸς λ, «τοιοῦτον δὲ ὂν (τὸ δίκαιον μέτρον) καλοποιόν ἐστι τῆς ψυχῆς» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. τ. 1, σ. 327.
Greek Monolingual
καλλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που καθιστά κάτι ωραίο, αυτός που προσδίδει κάλλος σε κάτι
2. (για τον θεό) ο δημιουργός του κάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο-ποιός, ζωο-ποιός.