κηρόξυλο: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας τών φοινικιδών τα οποία εκκρίνουν [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ceroxylon</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cero</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κηρός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>xylon</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ξύλον]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν</i> του Ν. Γ. Πολίτη].
|mltxt=το<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας τών φοινικιδών τα οποία εκκρίνουν [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>ceroxylon</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cero</i>- ([[πρβλ]]. [[κηρός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>xylon</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλον]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν</i> του Ν. Γ. Πολίτη].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών φοινικιδών τα οποία εκκρίνουν κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceroxylon < cero- (πρβλ. κηρός) + -xylon (πρβλ. ξύλον). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν του Ν. Γ. Πολίτη].