κεφαλοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλοβαρής]], -ές (Α)<br />([[κυρίως]] για φυτά) αυτός που έχει [[βαρύ]] [[κεφάλι]] («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), | |mltxt=[[κεφαλοβαρής]], -ές (Α)<br />([[κυρίως]] για φυτά) αυτός που έχει [[βαρύ]] [[κεφάλι]] («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. <i>γυιο</i>-<i>βαρής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαρής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεφᾰλοβᾰρής:''' имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.). | |elrutext='''κεφᾰλοβᾰρής:''' имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A with a head at the root, of bulbous plants, Arist. Long.467a34, Thphr.HP1.6.8.
German (Pape)
[Seite 1428] ές, kopfschwer, mit schwerem Kopfe; Arist. macrob. 6; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοβᾰρής: -ές, ἔχων βαρεῖαν κεφαλήν, Ἀριστ. π. Μακροβ. καὶ Βραχυβ. 6, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
κεφαλοβαρής, -ές (Α)
(κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο-βαρής, οινο-βαρής].
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλοβᾰρής: имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.).