κηρομάρμαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηρομάρμαρος]], ὁ (Μ)<br />συγκολλητική [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για [[στεγανοποίηση]] υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μάρμαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-[[μάρμαρος]], <i>πολυ</i>-[[μάρμαρος]].
|mltxt=[[κηρομάρμαρος]], ὁ (Μ)<br />συγκολλητική [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για [[στεγανοποίηση]] υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μάρμαρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρον]]), [[πρβλ]]. <i>καλλι</i>-[[μάρμαρος]], <i>πολυ</i>-[[μάρμαρος]].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρομάρμᾰρος Medium diacritics: κηρομάρμαρος Low diacritics: κηρομάρμαρος Capitals: ΚΗΡΟΜΑΡΜΑΡΟΣ
Transliteration A: kēromármaros Transliteration B: kēromarmaros Transliteration C: kiromarmaros Beta Code: khroma/rmaros

English (LSJ)

ὁ, A cement for making drainpipes watertight, Steph.in Hp. 2.384 D.

Greek Monolingual

κηρομάρμαρος, ὁ (Μ)
συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλι-μάρμαρος, πολυ-μάρμαρος.