κηροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κηροφόρος]], -ον)<br />αυτός που παράγει [[κερί]] («κηροφόρο [[φυτό]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρει, που κρατά [[κερί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[κηροφόρον]]<br />ο [[κηροστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δρεπανη]]-[[φόρος]], [[καρποφόρος]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[κηροφόρος]], -ον)<br />αυτός που παράγει [[κερί]] («κηροφόρο [[φυτό]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρει, που κρατά [[κερί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[κηροφόρον]]<br />ο [[κηροστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[δρεπανη]]-[[φόρος]], [[καρποφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κηροφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό»)
νεοελλ.
αυτός που φέρει, που κρατά κερί
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρον
ο κηροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρποφόρος.