κερδομανής: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που επιζητεί το [[κέρδος]] με [[μανία]], [[φιλοκερδής]] [[μέχρι]] μανίας, υπερβολικά [[φιλοχρήματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαν</i>- του [[μαίνομαι]], προβλ. παθ. αόρ. β' <i>ε</i>-<i>μάν</i>-<i>ην</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>ιππο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές<br />αυτός που επιζητεί το [[κέρδος]] με [[μανία]], [[φιλοκερδής]] [[μέχρι]] μανίας, υπερβολικά [[φιλοχρήματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαν</i>- του [[μαίνομαι]], προβλ. παθ. αόρ. β' <i>ε</i>-<i>μάν</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>ιππο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μανής (< θ. μαν- του μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναι-μανής, ιππο-μανής].