κλειτός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κλειτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσ., [[γενεά]], πόλεις) φημισμένος, [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] («μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]], [[έξοχος]] («ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεF</i>-[[ετός]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλεF</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλέος]]). Ο τ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του [[κλυτός]].<br /><b>(II)</b><br />[[κλειτός]], -ή, -όν (Α) [[κλείω]] (Ι)]<br />[[κλειστός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κλειτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσ., [[γενεά]], πόλεις) φημισμένος, [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] («μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]], [[έξοχος]] («ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεF</i>-[[ετός]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλεF</i>- ([[πρβλ]]. [[κλέος]]). Ο τ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του [[κλυτός]].<br /><b>(II)</b><br />[[κλειτός]], -ή, -όν (Α) [[κλείω]] (Ι)]<br />[[κλειστός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειτός Medium diacritics: κλειτός Low diacritics: κλειτός Capitals: ΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: kleitós Transliteration B: kleitos Transliteration C: kleitos Beta Code: kleito/s

English (LSJ)

ή, όν, κλείω B) A renowned, famous, ἐπίκουροι Il.3.451, 6.227, etc.; βασιλῆες Od.6.54; γενεά Pi.N.6.61; of things, splendid, excellent, ἑκατόμβη Il.4.102, cf. Pi.P.10.33; Πανοπεύς, Ἰωλκός, Il.17.307, Pi.P.4.77.

German (Pape)

[Seite 1448] eigtl. adj. verb. zu κλείω, berühmt, ruhmvoll; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, ἑκατόμβη, ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. κλυτός. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.

Greek (Liddell-Scott)

κλειτός: -ή, -όν, (κλείω Β) πεφημισμένος, περίφημος, ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς ἔξοχος, ἑκατόμβη Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ αὐτοῦ συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. κλυτός. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 illustre, célèbre;
2 digne d’être vanté, superbe, magnifique.
Étymologie: adj. verb. de κλείω².

English (Autenrieth)

(κλέος): celebrated, famous, epithet of persons and of things; esp. ἐπίκουροι, ἑκατόμβη, Γ , Il. 1.447. (Il. and Od. 6.54.)

English (Slater)

κλειτός
   1 illustrious κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (P. 4.77) κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.33) [κλειταῖς ἐν Ἀμύκλαῖς v. l. κλυταῖς) (P. 11.32) ] ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) κλειτᾷ γενεᾷ (N. 6.61) ]κλειτα[ Θρ. 6. 4.

Greek Monolingual

(I)
κλειτός, -ή, -όν (Α)
1. (για πρόσ., γενεά, πόλεις) φημισμένος, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος («μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας», Ομ. Οδ.)
2. (για πράγματα) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, έξοχος («ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεF-ετός < θ. κλεF- (πρβλ. κλέος). Ο τ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα της ρίζας και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του κλυτός.
(II)
κλειτός, -ή, -όν (Α) κλείω (Ι)]
κλειστός.

Greek Monotonic

κλειτός: -ή, -όν (κλείω Β) = κλεινός, σε Όμηρ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κλειτός: 3, редко
1) славный, прославленный (βασιλῆες Hom.);
2) пышный (ἑκατόμβη Hom.; Ἰωλκός Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλειτός -ή -όν [κλέω] beroemd, vermaard.

Frisk Etymological English

Meaning: famous
See also: s. κλύω.

Middle Liddell

κλειτός, ή, όν [κλείω2] = κλεινός, Hom., Pind.]

Frisk Etymology German

κλειτός: {kleitós}
Meaning: berühmt
See also: s. κλύω.
Page 1,869