κρανιοθλάστης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κρανιοθραύστης, ο<br />το [[ρόπαλο]] με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[θλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλῶ</i>) ή [[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οστεο</i>-[[θλάστης]], <i>καρυο</i>-[[θραύστης]]. Η λ. <i>κρανιο</i>-[[θραύστης]] μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=και κρανιοθραύστης, ο<br />το [[ρόπαλο]] με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[θλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλῶ</i>) ή [[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. <i>οστεο</i>-[[θλάστης]], <i>καρυο</i>-[[θραύστης]]. Η λ. <i>κρανιο</i>-[[θραύστης]] μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κρανιοθραύστης, ο
το ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεο-θλάστης, καρυο-θραύστης. Η λ. κρανιο-θραύστης μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].