κοχλιάρια: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας σταυρανθή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cochlearia</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cochleare</i> «[[κουτάλι]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cochlea</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ia</i>].
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας σταυρανθή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cochlearia</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cochleare</i> «[[κουτάλι]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cochlea</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ia</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlearia < λατ. cochleare «κουτάλι» (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. -ia].