κρουσιφλεγής: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο<br />αυτός που αναφλέγεται [[κατά]] την [[κρούση]] («[[κρουσιφλεγής]] [[οβίδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρουσιφλεγής]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ( | |mltxt=-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο<br />αυτός που αναφλέγεται [[κατά]] την [[κρούση]] («[[κρουσιφλεγής]] [[οβίδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρουσιφλεγής]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), [[πρβλ]]. <i>κοσμο</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>, ενώ ο τ. <i>κρουσίφλογος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φλογός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φλόγα]]), [[πρβλ]]. <i>ολό</i>-<i>φλογος</i>, <i>πυρί</i>-<i>φλογος</i>. Οι λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Ο τ. <i>κρουσίφλογος</i> μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο
αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσ-ις) + -φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο-φλεγής, πυρι-φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -φλογός (< φλόγα), πρβλ. ολό-φλογος, πυρί-φλογος. Οι λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. κρουσίφλογος μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή].