κυπελλομάχος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυπελλομάχος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυπελλομάχος]] [[εἰλαπίνη]]» — το [[συμπόσιο]] [[κατά]] το οποίο γίνονταν [[συναγωνισμός]] [[ποιος]] θα πιει περισσότερα κύπελλα [[κρασί]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπελλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-<i>μάχος</i>, <i>λεοντο</i>-<i>μάχος</i>].
|mltxt=[[κυπελλομάχος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυπελλομάχος]] [[εἰλαπίνη]]» — το [[συμπόσιο]] [[κατά]] το οποίο γίνονταν [[συναγωνισμός]] [[ποιος]] θα πιει περισσότερα κύπελλα [[κρασί]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπελλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>θαλασσο</i>-<i>μάχος</i>, <i>λεοντο</i>-<i>μάχος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπελλομάχος Medium diacritics: κυπελλομάχος Low diacritics: κυπελλομάχος Capitals: ΚΥΠΕΛΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: kypellomáchos Transliteration B: kypellomachos Transliteration C: kypellomachos Beta Code: kupelloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A at which they fight with cups, εἰλαπίνη AP 11.59 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 1534] εἰλαπίνη, ein Schmaus, wobei mit Bechern gestritten, um die Wette getrunken wird, Maced. 19 (XI, 59).

Greek (Liddell-Scott)

κῠπελλομάχος: -ον, ἐπὶ συμποσίου, κυπελλομάχος εἰλαπίνη, δηλ. καθ’ ἣν γίνεται μάχη, ἀγὼν κυπέλλων, Ἀνθ. Π. 11. 59.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on combat la coupe à la main.
Étymologie: κύπελλον, μάχομαι.

Greek Monolingual

κυπελλομάχος, -ον (Α)
φρ. «κυπελλομάχος εἰλαπίνη» — το συμπόσιο κατά το οποίο γίνονταν συναγωνισμός ποιος θα πιει περισσότερα κύπελλα κρασί (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μάχος, λεοντο-μάχος].

Greek Monotonic

κῠπελλομάχος: -ον (μάχομαι), εκεί όπου γίνεται μάχη για τα κύπελλα (πρβλ. το pugnare scyphis του Ορατίου), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῠπελλομάχος: (ᾰ) шутл. состязающийся в чашах, т. е. устраиваемый для состязания в пьянстве (εἰλαπίνη Anth.).

Middle Liddell

κῠπελλο-μάχος, ον μάχομαι
at which they fight with cups (cf. Horace pugnare scyphis), Anth.