λειόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο [[τρίχωμα]], [[λεία]] [[κόμη]], λειόκομος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> «[[τρίχα]]»), | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο [[τρίχωμα]], [[λεία]] [[κόμη]], λειόκομος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> «[[τρίχα]]»), [[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>leiothrix</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leiothrix</i> <span style="color: red;"><</span> <i>leio</i>- <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>thrix</i> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο τρίχωμα, λεία κόμη, λειόκομος
2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -θριξ (< θρίξ, τριχός «τρίχα»), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leiothrix < νεολατ. leiothrix < leio- < λεῖος + -thrix < θρίξ.