λεοντόβοτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεοντόβοτος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].
|mltxt=[[λεοντόβοτος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. <i>θηρό</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεοντό-βοτος, ον [[βόσκω]]<br />fed on by lions, Strab.
|mdlsjtxt=λεοντό-βοτος, ον [[βόσκω]]<br />fed on by lions, Strab.
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόβοτος Medium diacritics: λεοντόβοτος Low diacritics: λεοντόβοτος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: leontóbotos Transliteration B: leontobotos Transliteration C: leontovotos Beta Code: leonto/botos

English (LSJ)

fed on by lions, χώρα Str. 16.1.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.

Greek Monolingual

λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό-βοτος, ιππό-βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].

Middle Liddell

λεοντό-βοτος, ον βόσκω
fed on by lions, Strab.