μεγαλόφλεβος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>στενό</i>-<i>φλεβος</i>].
|mltxt=[[μεγαλόφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), [[πρβλ]]. <i>στενό</i>-<i>φλεβος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλόφλεβος:''' имеющий большие жилы, с широкими кровеносными сосудами Arst.
|elrutext='''μεγᾰλόφλεβος:''' имеющий большие жилы, с широкими кровеносными сосудами Arst.
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφλεβος Medium diacritics: μεγαλόφλεβος Low diacritics: μεγαλόφλεβος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: megalóphlebos Transliteration B: megalophlebos Transliteration C: megaloflevos Beta Code: megalo/flebos

English (LSJ)

ον, A large-veined, Arist.PA667a30.

German (Pape)

[Seite 108] mit großen, starken Adern, Arist. part. an. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας φλέβας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 30.

Greek Monolingual

μεγαλόφλεβος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. στενό-φλεβος].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφλεβος: имеющий большие жилы, с широкими кровеносными сосудами Arst.