μικτοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μεικτοβαρής]], -ές 1. αυτός που έχει μικτό, [[δηλαδή]] όχι καθαρό, [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικτοβαρές</i><br />το [[εμπόρευμα]], στο [[βάρος]] του οποίου υπολογίζεται και το [[βάρος]] τών μέσων συσκευασίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μικτοβαρής]] [[στάθμιση]]» — [[ζύγισμα]] [[κατά]] το οποίο το [[βάρος]] του εμπορεύματος υπολογίζεται [[μαζί]] με το [[βάρος]] του δοχείου ή άλλης συσκευασίας [[μέσα]] στην οποία περιέχεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i>(<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), | |mltxt=και [[μεικτοβαρής]], -ές 1. αυτός που έχει μικτό, [[δηλαδή]] όχι καθαρό, [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικτοβαρές</i><br />το [[εμπόρευμα]], στο [[βάρος]] του οποίου υπολογίζεται και το [[βάρος]] τών μέσων συσκευασίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μικτοβαρής]] [[στάθμιση]]» — [[ζύγισμα]] [[κατά]] το οποίο το [[βάρος]] του εμπορεύματος υπολογίζεται [[μαζί]] με το [[βάρος]] του δοχείου ή άλλης συσκευασίας [[μέσα]] στην οποία περιέχεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i>(<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. <i>λιπο</i>-<i>βαρής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
και μεικτοβαρής, -ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος
2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρές
το εμπόρευμα, στο βάρος του οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας
3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» — ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος του εμπορεύματος υπολογίζεται μαζί με το βάρος του δοχείου ή άλλης συσκευασίας μέσα στην οποία περιέχεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός + -βαρής(< βάρος), πρβλ. λιπο-βαρής].