ψιλόμαλλον: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />μαλακό μάλλινο ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. <i>ψιλόμαλλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσό</i>-<i>μαλλος</i>].
|mltxt=τὸ, Μ<br />μαλακό μάλλινο ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. <i>ψιλόμαλλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), [[πρβλ]]. <i>χρυσό</i>-<i>μαλλος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

τὸ, Μ
μαλακό μάλλινο ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόμαλλος < ψιλός + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. χρυσό-μαλλος].