ψιλεύς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(47c)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὕστατος]] χορεύων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἱππ</i>-<i>εύς</i>), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ψιλός]].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὕστατος]] χορεύων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>ἱππ</i>-<i>εύς</i>), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ψιλός]].
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλεύς Medium diacritics: ψιλεύς Low diacritics: ψιλεύς Capitals: ΨΙΛΕΥΣ
Transliteration A: psileús Transliteration B: psileus Transliteration C: psileys Beta Code: yileu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, in pl. ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες, Hsch.; ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος, Suid.

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, der im Chor voransteht, weil im Kriegsheere die ψιλοί die Vordertreffen bilden, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλεύς: έως, ὁ, ὁ τελευταῖος ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππ-εύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός.