ἀμφιπερικτίονες: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιπερικτίονες]], οι (Α)<br />περίοικοι, γείτονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περικτίονες]] <span style="color: red;"><</span> [[περί]] <span style="color: red;">+</span> <i>κτίονες</i> <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἀμφυκτίονες</i>].
|mltxt=[[ἀμφιπερικτίονες]], οι (Α)<br />περίοικοι, γείτονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περικτίονες]] <span style="color: red;"><</span> [[περί]] <span style="color: red;">+</span> <i>κτίονες</i> <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]<br />[[πρβλ]]. και <i>ἀμφυκτίονες</i>].
}}
}}

Revision as of 15:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπερικτίονες Medium diacritics: ἀμφιπερικτίονες Low diacritics: αμφιπερικτίονες Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: amphiperiktíones Transliteration B: amphiperiktiones Transliteration C: amfiperiktiones Beta Code: a)mfiperikti/ones

English (LSJ)

ων, οἱ, A dwellers all around, Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

German (Pape)

[Seite 141] οἱ, die ringsumher Wohnenden, Theogn. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπερικτίονες: -ων, οἱ, οἱ περιοικοῦντες, Καλλῖν. 1. 2, Θέογν. 1058· πρβλ. ἀμφικτίονες, περικτίονες.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
pueblos asentados en torno, vecinos Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

Greek Monolingual

ἀμφιπερικτίονες, οι (Α)
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περικτίονες < περί + κτίονες < κτίζω
πρβλ. και ἀμφυκτίονες].