ἀρσενοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀρσενοπληθής, ο (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο [[πλήθος]] αντρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]] (<b>[[πρβλ]].</b>. [[θυμοπληθής]], [[ισοπληθής]])].
|mltxt=ἀρσενοπληθής, ο (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο [[πλήθος]] αντρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]] ([[πρβλ]].. [[θυμοπληθής]], [[ισοπληθής]])].
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρσενοπληθής Medium diacritics: ἀρσενοπληθής Low diacritics: αρσενοπληθής Capitals: ΑΡΣΕΝΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: arsenoplḕthēs Transliteration B: arsenoplēthēs Transliteration C: arsenoplithis Beta Code: a)rsenoplhqh/s

English (LSJ)

ἑσμός A crowding swarm of men, crowding swarm of males, A.Supp.29 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de mâles ou d’hommes.
Étymologie: ἄρρην, πλῆθος.

Spanish (DGE)

-ές
lleno, compuesto de varones ἀρσενοπληθῆ δ' ἑσμὸν ὑβριστὴν Αἰγυπτογενῆ A.Supp.29.

Russian (Dvoretsky)

ἀρσενοπληθής: полный мужчин, т. е. состоящий из мужчин (ἑσμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενοπληθὴς: ἑσμός, μέγα πλῆθος ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 30.

Greek Monolingual

ἀρσενοπληθής, ο (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)].