ἰαμβύλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβύλος]] και [[ἰάμβηλος]], ὁ (Α)<br />[[λοιδορητικός]], [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>υλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρογγ</i>-<i>ύλος</i>, <i>στωμ</i>-<i>ύλος</i>)].
|mltxt=[[ἰαμβύλος]] και [[ἰάμβηλος]], ὁ (Α)<br />[[λοιδορητικός]], [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>υλος</i> ([[πρβλ]]. <i>στρογγ</i>-<i>ύλος</i>, <i>στωμ</i>-<i>ύλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:09, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβύλος Medium diacritics: ἰαμβύλος Low diacritics: ιαμβύλος Capitals: ΙΑΜΒΥΛΟΣ
Transliteration A: iambýlos Transliteration B: iambylos Transliteration C: iamvylos Beta Code: i)ambu/los

English (LSJ)

[ῐ, ῠ], ὁ, A libeller, Hdn.Gr.1.164, Hsch. (-βηλος cod.).

German (Pape)

[Seite 1233] ὁ, s. ἰάμβηλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβύλος: ὁ, λοιδορητικός, Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α)
λοιδορητικός, σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. -υλος (πρβλ. στρογγ-ύλος, στωμ-ύλος)].