ἰδιώτης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ιδιώτις]] (ΑΜ [[ἰδιώτης]], θηλ. [[ἰδιῶτις]])<br /><b>1.</b> ο [[απλός]] [[πολίτης]] σε [[αντιδιαστολή]] με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα της τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο [[αστυνομικός]] συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει ιδιωτικό βίο, αυτός που δεν συμμετέχει στη [[δημόσια]] ζωή, ο [[απλός]] [[πολίτης]] («Δημοσθένει δὲ ὄντι ἰδιώτῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχιατρ.)</b> αυτός που πάσχει από [[ιδιωτεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[άνθρωπος]] του λαού, [[άνθρωπος]] μεσαίας τάξης («οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαϊκός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους κληρικούς («ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῑ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ακαλλιέργητος]], [[αμόρφωτος]] («εἰσὶ πολιτεῑαι, αἱ μὲν ἰδιωτῶν, αἱ δὲ φιλοσόφων καὶ πολιτικῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[άπειρος]], ο [[αδίστακτος]] («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους αξιωματικούς<br /><b>2.</b> ο μη [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ειδικό («καὶ ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά ή γράφει [[χωρίς]] [[καλλιέπεια]] («ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ [[ἄνευ]] μέτρου ὡς [[ἰδιώτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἰδιῶται</i><br />οι πολίτες, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ξένους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰδιῶται θεοί» — οικείοι θεοί (<b>Αριστοφ.</b>) β) «[[ἰδιώτης]] [[βίος]]» — ιδιωτικές ασχολίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «[[ἰδιώτης]] [[λόγος]]» — ο [[τετριμμένος]], ο [[συνηθισμένος]], ο [[καθημερινός]] [[λόγος]] (Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δεσμ</i>-<i>ώτης</i>, <i>θιασ</i>-<i>ώτης</i>. Η σημ. της λ. «[[απλός]] [[πολίτης]]» αντιδιαστέλλεται [[προς]] τη σημ. «[[δημόσιος]] [[άνδρας]]», ενώ στην αρχ. αντιδιαστελλόταν και [[προς]] τη σημ. «[[ειδικός]]» από όπου εξελίχθηκε και στη σημ. «[[αμαθής]], [[αδέξιος]]». Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>idiot</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[ιδιώτις]] (ΑΜ [[ἰδιώτης]], θηλ. [[ἰδιῶτις]])<br /><b>1.</b> ο [[απλός]] [[πολίτης]] σε [[αντιδιαστολή]] με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα της τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο [[αστυνομικός]] συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει ιδιωτικό βίο, αυτός που δεν συμμετέχει στη [[δημόσια]] ζωή, ο [[απλός]] [[πολίτης]] («Δημοσθένει δὲ ὄντι ἰδιώτῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχιατρ.)</b> αυτός που πάσχει από [[ιδιωτεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[άνθρωπος]] του λαού, [[άνθρωπος]] μεσαίας τάξης («οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαϊκός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους κληρικούς («ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῑ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ακαλλιέργητος]], [[αμόρφωτος]] («εἰσὶ πολιτεῑαι, αἱ μὲν ἰδιωτῶν, αἱ δὲ φιλοσόφων καὶ πολιτικῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[άπειρος]], ο [[αδίστακτος]] («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους αξιωματικούς<br /><b>2.</b> ο μη [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ειδικό («καὶ ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά ή γράφει [[χωρίς]] [[καλλιέπεια]] («ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ [[ἄνευ]] μέτρου ὡς [[ἰδιώτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἰδιῶται</i><br />οι πολίτες, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ξένους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰδιῶται θεοί» — οικείοι θεοί (<b>Αριστοφ.</b>) β) «[[ἰδιώτης]] [[βίος]]» — ιδιωτικές ασχολίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «[[ἰδιώτης]] [[λόγος]]» — ο [[τετριμμένος]], ο [[συνηθισμένος]], ο [[καθημερινός]] [[λόγος]] (Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i>, [[πρβλ]]. <i>δεσμ</i>-<i>ώτης</i>, <i>θιασ</i>-<i>ώτης</i>. Η σημ. της λ. «[[απλός]] [[πολίτης]]» αντιδιαστέλλεται [[προς]] τη σημ. «[[δημόσιος]] [[άνδρας]]», ενώ στην αρχ. αντιδιαστελλόταν και [[προς]] τη σημ. «[[ειδικός]]» από όπου εξελίχθηκε και στη σημ. «[[αμαθής]], [[αδέξιος]]». Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>idiot</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐώτης Medium diacritics: ἰδιώτης Low diacritics: ιδιώτης Capitals: ΙΔΙΩΤΗΣ
Transliteration A: idiṓtēs Transliteration B: idiōtēs Transliteration C: idiotis Beta Code: i)diw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἴδιος) A private person, individual, opp. the State, ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Th.1.124, cf. 3.10, SIG37.3 (Teos, v B.C.), Pl.Smp.185b, X.Vect.4.18, etc.; opp. γένος, SIG1013.6 (Chios, iv B.C.); opp. φατρία, ib.987.28 (ibid., iv B.C.). II one in a private station, opp. to one holding public office, or taking part in public affairs, Hdt.1.59,123, al., cf. Decr. ap.And.1.84, Th.4.2, etc.; opp. βασιλεύς, Hdt.7.3; opp. ἄρχων, Lys.5.3, Pl.Plt.259b, SIG305.71 (iv B.C.); opp. δικαστής, Antipho 6.24; opp. πολιτευόμενος, D.10.70; opp. ῥήτωρ, Hyp.Eux.27; private soldier, opp. στρατηγός, X.An.1.3.11, cf.PHib.1.30.21 (iii B.C.); layman, opp. priest, OGI90.52 (Rosetta, ii B.C.), PGnom.200 (ii A.D.), 1 Ep.Cor.14.16: as Adj., ἰ. ἄνδρες Hdt.1.32,70, Th.1.115; ἰ. θεοί homely (with play on ἴδιος), Ar.Ra.891. 2 common man, plebeian, οἱ ἰ. καὶ πένητες Plu.Thes.24; ἰ. καὶ εὐτελής, opp. βασιλεύς, Hdn.4.10.2. 3 as Adj., ἰ. βίος private station, Pl.R.578c; ἰ. λόγος everyday speech, D.H.Dem.2, cf. Longin.31.2. III one who has no professional knowledge, layman, καὶ ἰατρὸς καὶ ἰ. Th.2.48, cf. Hp.VM 4, Pl.Tht.178c, Lg.933d; ἰ. ἤ τινα τέχνην ἔχων Id.Sph.221c; of prose-writers, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰ. Id.Phdr.258d, cf. Smp.178b; ἰ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων Id.Prt.327c; opp. to a professed orator, Isoc.4.11; to a trained soldier, X.Eq.Mag.8.1; ἰδιώτας, ὡς εἰπεῖν, χειροτέχναις (-νας codd.) ἀνταγωνισαμένους Th.6.72; opp. ἀσκητής, X.Mem.3.7.7, cf. 12.1; opp. ἀθλητής, Arist.EN 1116b13; opp. a professed philosopher, Id.Pol.1266a31, Phld.Lib. p.5 O., D.1.25; in Music, Id.Mus.p.42 K.; opp. δημιουργός, Pl.Prt. 312a, Thg.124c: as Adj., ὁ ἰ. ὄχλος, opp. artificers, Plu.Per.12. 2 c. gen. rei, unpractised, unskilled in a thing, ἰατρικῆς Pl.Prt.345a, cf. Ti.20a; ἔργου X.Oec.3.9; ἰ. κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, Id.Cyr. 1.5.11; ἰ. τὰ ἄλλα Hdn.4.12.1; ἰ. ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι X.Cyr. l.c., cf. Luc.Herm.81. 3 generally, raw hand, ignoramus, ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται . . D.4.35; παιδάρια καὶ ἰ., of slaves, S.E. M.1.234 (cf. ἰ. οἰκέται Luc.Alex.30); ἀμαθὴς καὶ ἰ., opp. τεχνίτης, Id.Ind.29; voc. ἰδιῶτα, as a term of abuse, Men.Sam.71. 4 'average man', opp. a person of distinction, Plu.2.1104a. IV ἰδιῶται, οἱ, one's own countrymen, opp. ξένοι, Ar.Ra.459.

German (Pape)

[Seite 1237] ὁ, der Privatmann im Ggstz zum Staatsmanne, ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ, als er noch nicht König war, Her. 7, 3, der auch ἰδιωτέων ἀνδρῶν vrbdt, 1, 32; ἄνδρες ἰδιῶται νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν Thuc. 1, 115; im Ggstz von ἄρχων Plat. Polit. 259 b; μὴ ὅτι ἰδιώτην τινὰ ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα Apol. 40 d; Gegensatz ὁ πολιτευόμενος Dem. 10, 70; τὸ βουλευτήριον μεστὸν ἦν ἰδιωτῶν, die nicht Senatoren waren, 19, 18; der einzelne Mensch im Ggstz des Staates, καὶ ἐὰν ἰδιώτης καλῇ καὶ ἐὰν πόλις Plat. Crat. 385 a, wie Theaet. 168 bl πολλοῦ ἄξιος καὶ πόλει καὶ ἰδιώταις Conv. 185 b, öfter; vgl. Thuc. 4, 2. 1, 124, ταῦτα ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις εἶναι. – Der gemeine Soldat im Ggstz des Feldherrn, Xen. An. 1, 3, 11. 3, 2, 32; Pol. 3, 60, 3; – der Prosaiker im Ggstz des Dichters, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης Plat. Phaedr. 258 d; Conv. 178 b u. öfter; welches eigentlich unter die allgemeine Bdtg zu ziehen, einer der aus Unkunde eine Kunst nicht ausübt, bes. eine solche, die einen größeren Wirkungskreis hat, der nicht ein δημιουργός ist (s. oben dieses Wort), wie ja auch der Dichter genannt wird; ἐὰν μὲν ἰατρὸς ἃν τυγχάνῃ, ἐὰν δὲ ἰδιώτης Plat. Legg. 933 d; τῶν τε δημιουργῶν καὶ ἰδιωτῶν Theag. 124 c; vgl. Soph. 221 c πότερον ἰδιώτην ἤ τινα τέχνην ἔχοντα θετέον εἶναι τὸν ἀσπαλιευτήν; mit dem gen., οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Prot. 345 a, wie Κριτίαν ἴσμεν οὐδενὸς ἰδιώτην εἶναι, ὧν λέγομεν, unerfahren in keinem Punkte, Tim. 20 a; οἱ ἰδιῶται καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντες Prot. 327 c. So auch Thuc., λεγέτω περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, der Nichtarzt, 2, 49; bei Dem. im Ggstz von δεινός, 4, 35; ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι καὶ λίαν ἀπηκριβωμένοις Isocr. 4, 11, also im Ggstz des kunstverständigen Redners; καὶ ἄγροικος Luc. Hermot. 81. – Bei Xen. Cyr. 1, 5, 11 ἰδιῶται κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, die sich nicht körperlich geübt haben, Anstrengungen u. dgl. auszuhalten, wofür er nachher sagt ἀπαίδευτοι, τῶν μεγίστων παιδευμάτων ἀπείρως ἔχουσι, u. sie den ἀσκηταὶ τῶν καλῶν ἔργων entgegenstzt, wie Mem. 3, 7, 7; Hipparch. 8, 1; πρός τινα, Einem gegenüber, ein Laie, Cyr. 1, 5, 11. Und so stehen Arist. Eth. Nic. 3, 11 ἀθληταί den ἰδιῶται entgegen, u. auch hier fällt wieder ἰδιῶται mit Leuten aus dem gemeinen Volk zusammen, die solche Leibesübungen nicht treiben konnten. – Dah. bei Sp. geradezu ἰδιώτης einer aus dem gemeinen Volke, plebejus, καὶ εὐτελής Hdn. 4, 10, 4. – Bei Ar. Ran. 456, εὐσεβῆ τε διήγομεν τρόπον περί τε ξένους καὶ τοὺς ἰδιώτας, ist es = ἴδιος, die eigenen Bürger, gebraucht, nach dem Schol. für ἰδιωτικός. – Adj. bei Plat. Rep. IX, 578 c, ἰδιώτης βίος, das Leben eines Privatmannes; ὄχλος Plut. Pericl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιώτης: -ου, ὁ, (ἴδιος) πολίτης ὡς ἄτομον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν, ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Θουκ. 1. 124, πρβλ. 3. 10, Πλάτ. Συμ. 185Β, Ξεν. Πόροι 4. 18, κτλ. ΙΙ ὁ ζῶν βὶον ἰδιωτικόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔχοντα θέσιν δημοσίαν ἢ συμμετέχοντα τῶν πραγμάτων τῆς πόλεως, ἀνὴρ ἰδιώτης Ἡρόδ. 1. 32, 59, 70, 123, κ. ἀλλ., πρβλ. Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 31· ἀντίθετον τῷ βασιλεύς, Ἡρόδ. 7. 3· τῷ ἄρχων, Πλάτ. Πολιτικ. 259Β, πρβλ. Θουκ. 1. 115., 4. 2, Λυσ. 103. 1· τῷ δικαστής, Ἀντιφῶν 144. 13· τῷ πολιτευόμενος, Δημ. 150. 8· τῷ «ῥήτωρ, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 37· τῷ στρατηγός, ἁπλοῦς στρατιώτης, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 11· ἰδ. θεοί Ἀριστοφ. Βάτρ. 891. 2) κοινὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, τοῦ ὄχλου, οἱ ἰδ. καὶ πένητες Πλουτ. Θησ. 24, Ἡρῳδιαν. 4. 10, κτλ. 3) ὡς ἐπίθ., ἰδ. βίος, ἡ ζωὴ τοιούτων ἀνθρώπων, τρόπος ζωῆς οὐχὶ δημόσιος, ἀσχολίαι ἰδιωτικαί, Πλάτ. Πολ. 578C. ΙΙΙ. ὁ μὴ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα ἐπιστήμην τινὰ ἢ τέχνην ἢ τὰ τῆς πόλεως πράγματα, ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης Θουκ. 2. 48, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Θεαίτ. 178C, Νόμ. 933D ἰδιώτης ἤ τινα τέχνην ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 221C, πρβλ. Πρωτ. 312Α· οὕτως, ἀντίθετον τῷ ποιητής, πεζογράφος, Πλάτ. Φαῖδρ. 258D, Συμπ. 178Β· ἰδ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· ὡσαύτως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐξ ἐπαγγέλματος ῥήτορα, Ἰσοκρ. 43Α· πρὸς ἠσκημένον στρατιώτην, Θουκ. 6. 72, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 1· πρὸς τακτικὸν ἀθλητήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 7, 7., 12. 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 8· πρὸς ἐπιτήδειον ἐργάτην (δημιουργόν), Πλάτ. Σοφιστ. 221C, Θεάγ. 124C: - ὡς ἐπίθετ., ὁ ἰδ. ὄχλος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς τεχνίτας, Πλουτ. Περικλ. 12. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀγύμναστος, ἄπειρος εἴς τι, Λατ. expers, rudis, ἰατρικῆς Πλάτ. Πρωτ. 345Α, πρβλ. Τίμ. 20Α· ἔργου Ξεν. Οἰκ. 3, 9· ὡσαύτως, ἰδ. κατά τι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 5, 11· ἰδ. τὰ ἄλλα Ἡρωδιαν. 4. 12· ἰδ. ὡς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 11. πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 81. 3) καθόλου, ἄπειρος ἄνθρωπος, ἀδίδακτος, ἀμαθής, ἀντίθετον τῷ πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3.12, 1· ἄν τε δεινοί λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται.. Δημ. 50, 7· ἄνθρωπος ἀγύμναστος, δυσκίνητος, ἀντίθετον τῷ ἀσκητής, ἀθλητής, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἀμαθὴς καὶ ἰδ., ἀντίθετον τῷ τεχνίτης, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πρβλ. ἰδιωτικός ΙΙ. ΙV. ἰδιῶται, οἱ πολῖται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξένοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 459, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολιαστ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
A. subst. I. simple particulier :
1 p. opp. à État συμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις THC choses utiles aux États et aux particuliers;
2 homme privé p. opp. à roi, homme public, homme d’État, magistrat, etc.
3 tout homme de condition modeste : simple citoyen ; homme du peuple, plébéien ; simple soldat;
4 homme étranger à tel ou tel métier p. opp. à diverses professions, médecin, orateur, etc. : ἰδιώτης τινός, κατά τι, ignorant, novice en qch;
5 abs. homme sans éducation, ignorant;
II. qui réside dans son propre pays, qui est du pays, indigène;
B. adj. de simple particulier, d’homme privé ; simple, ignorant, vulgaire.
Étymologie: ἴδιος.

English (Strong)

from ἴδιος; a private person, i.e. (by implication) an ignoramus (compare "idiot"): ignorant, rude, unlearned.

English (Thayer)

ἰδιώτου, ὁ (ἴδιος), very common in Greek writings from Herodotus down; properly, a private person, opposed to a magistrate, ruler, king; but the noun has many other meanings also, each one of which is understood from its antithesis, as e. g. a common soldier, as opposed to a military officer; a writer of prose, as opposed to a poet. In the N. T. an unlearned, illiterate, Prayer of Manasseh , opposed to the learned, the educated: unskilled in any art: in eloquence (Isocrates, p. 43a.), with the dative of respect, τῷ λόγῳ, A. V. rude in speech); a Christian who is not a prophet, Trench, § lxxix.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις)
1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα της τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.)
2. αυτός που ζει ιδιωτικό βίο, αυτός που δεν συμμετέχει στη δημόσια ζωή, ο απλός πολίτης («Δημοσθένει δὲ ὄντι ἰδιώτῃ», Θουκ.)
νεοελλ.
(ψυχιατρ.) αυτός που πάσχει από ιδιωτεία
μσν.-αρχ.
1. κοινός άνθρωπος του λαού, άνθρωπος μεσαίας τάξης («οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες», Πλούτ.)
2. λαϊκός, σε αντιδιαστολή με τους κληρικούς («ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῑ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ», ΚΔ)
3. ως επίθ. ακαλλιέργητος, αμόρφωτος («εἰσὶ πολιτεῑαι, αἱ μὲν ἰδιωτῶν, αἱ δὲ φιλοσόφων καὶ πολιτικῶν», Αριστοτ.)
4. ως επίθ. ο άπειρος, ο αδίστακτος («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται», Δημοσθ.)
αρχ.
1. στρατιώτης, σε αντιδιαστολή με τους αξιωματικούς
2. ο μη ειδικός, σε αντιδιαστολή με τον ειδικό («καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης», Θουκ.)
3. αυτός που μιλά ή γράφει χωρίς καλλιέπεια («ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης», Πλάτ.)
στον πληθ. οἱ ἰδιῶται
οι πολίτες, σε αντιδιαστολή με τους ξένους
5. φρ. α) «ἰδιῶται θεοί» — οικείοι θεοί (Αριστοφ.) β) «ἰδιώτης βίος» — ιδιωτικές ασχολίες (Πλάτ.)
γ) «ἰδιώτης λόγος» — ο τετριμμένος, ο συνηθισμένος, ο καθημερινός λόγος (Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιος (Ι) + κατάλ. -ώτης, πρβλ. δεσμ-ώτης, θιασ-ώτης. Η σημ. της λ. «απλός πολίτης» αντιδιαστέλλεται προς τη σημ. «δημόσιος άνδρας», ενώ στην αρχ. αντιδιαστελλόταν και προς τη σημ. «ειδικός» από όπου εξελίχθηκε και στη σημ. «αμαθής, αδέξιος». Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. idiot < λατ. idiota < ιδιώτης)].

Greek Monotonic

ἰδιώτης: -ου, ὁ (ἴδιος
I. ιδιώτης, πολίτης σαν μεμονωμένο άτομο· ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις, σε Θουκ. κ.λπ.
II. 1. κάποιος που διάγει ιδιωτικό βίο, ιδιωτεύει, αντίθ. προς αυτόν που συμμετέχει στα πολιτικά θέματα ή κατέχει δημόσιο αξίωμα, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το στρατηγός, απλός στρατιώτης, σε Ξεν.
2. κοινός άνθρωπος του λαού, πληβείος, σε Πλούτ.
3. ως επίθ., ἰδιώτης βίος, ιδιωτικός τρόπος ζωής, οικογενειακή, σπιτική ζωή, σε Πλάτ.
III. 1. αυτός που δεν έχει επαγγελματική γνώση ή επάρκεια, αυτός που δεν ασχολείται με καμιά επιστήμη ή τέχνη, «ανειδίκευτος», ανίδεος· ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, σε Θουκ.· αντίθ. προς το ποιητής, πεζογράφος, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τον εκπαιδευμένο στρατιώτη, σε Θουκ.· επίσης, αντίθ. προς τον ειδικευμένο τεχνίτη, σε Πλάτ.
2. με γεν. πράγμ., αγύμναστος, ανειδίκευτος, άπειρος σε κάτι, Λατ. expers, rudis· ἰδιώτης ἰατρικῆς, στον ίδ.· επίσης, ἰδιώτης κατά τι, σε Ξεν.
3. γενικά, άπειρος, αδίδακτος, αμαθής, στον ίδ., σε Δημ.
IV.ἰδιῶται, εγγενείς πολίτες, αντίθ. προς το ξένοι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιώτης: ου (ῐδ) ὁ
1) отдельный человек, отдельное лицо: φιλία ἰδιώταις καὶ κοινωνία πόλεσιν Thuc. дружба между отдельными людьми и общение между государствами;
2) частный человек, не должностное лицо (οὔτ᾽ ἰ. οὔτε ἄρχων Lys.): ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ Her. когда Дарий был еще частным лицом;
3) простой солдат, рядовой боец (οὔτε στρατηγὸς οὔτε ἰ. Xen.; ἡγεμόνες ἄνευ ἰδιωτῶν Arst.);
4) простой человек, простолюдин (οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες Plut.; ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὶ ἰδιῶται NT);
5) несведущий человек, не имеющий профессионального образования: οἱ δημιουργοὶ καὶ ἰδιῶται Plat. мастера и люди без специальности; οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Plat. несведущие в медицине, не врачи; ἰ. τῷ λόγῳ NT неискушенный в красноречии;
6) необученный солдат: ἰδιῶται, ὡς εἰπεῖν χειροτέχναι Thuc. неопытные бойцы, чуть ли не чернорабочие;
7) новичок, неопытный человек (ἰ. ἔργου Xen.): ἰ. κατὰ τοὺς πόνους Xen. не приученный к трудам;
8) прозаик (γράφειν ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰ. Plat.);
9) здешний человек, земляк (οἱ ξένοι καὶ οἱ ἰδιῶται Arph.).
ου adj. m
1) частный, стоящий в стороне от общественных дел, непричастный к политической жизни (ἀνήρ Her.);
2) личный, особый, частный, домашний (θεοί Arph.; βίος Plat., Plut.);
3) несведущий, непросвещенный, неученый (ὄχλος Plut.).

Middle Liddell

ἰδιώτης, ου, ἴδιος
I. a private person, an individual, ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Thuc., etc.
II. one in a private station, opp. to one taking part in public affairs, Hdt., attic; opp. to στρατηγός, a private soldier, Xen.
2. a common man, plebeian, Plut.
3. as adj., ἰδ. βίος a private station, homely way of life, Plat.
III. one who has no professional knowledge, as we say "a layman," ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης Thuc.; opp. to ποιητής, a prose-writer, Plat.; to a trained soldier, Thuc.; to a skilled workman, Plat.
2. c. gen. rei, unpractised, unskilled in a thing, Lat. expers, rudis, ἰατρικῆς Plat.; also, ἰδ. κατά τι Xen.
3. generally, a raw hand, an ignorant, ill-informed man, Xen., Dem.
IV. ἰδιῶται one's own countrymen, opp. to ξένοι, Ar.

Chinese

原文音譯:„dièthj 衣笛哦帖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:自己的(的人)
字義溯源:無知小民,外行人,外行,粗俗,小民,非專家,未受訓練的人,不通方言的;源自(ἴδιος)*=私自的)
出現次數:總共(5);徒(1);林前(3);林後(1)
譯字彙編
1) 不通方言的(2) 林前14:23; 林前14:24;
2) 粗俗(1) 林後11:6;
3) 不通方言的人(1) 林前14:16;
4) 外行的(1) 徒4:13

English (Woodhouse)

amateur, individual, private, private person, private soldier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)