καρδιόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>].
|mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), [[πρβλ]]. [[θηριόδηκτος]], [[κυνόδηκτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐόδηκτος Medium diacritics: καρδιόδηκτος Low diacritics: καρδιόδηκτος Capitals: ΚΑΡΔΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kardiódēktos Transliteration B: kardiodēktos Transliteration C: kardiodiktos Beta Code: kardio/dhktos

English (LSJ)

ον, A gnawing the heart, κ. ἐκ γυναικῶν κράτος (prob. for καρδίᾳ δηκτόν) A.Ag.1471 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1326] herznagend, -kränkend, Aesch. Ag. 1450, nach Abresch Em.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mord ou ronge le cœur.
Étymologie: καρδία, δάκνω.

Greek Monolingual

καρδιόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιάκράτος καρδιόδηκτον» — δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριόδηκτος, κυνόδηκτος].

Greek Monotonic

καρδιόδηκτος: -ον (δάκνω), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καρδιόδηκτος: гложущий сердце, удручающий (κράτος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιόδηκτος -ον [καρδία, δάκνω] hartverscheurend.

Middle Liddell

καρδιό-δηκτος, ον δάκνω
gnawing the heart, Aesch.