κοινογενής: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινογενής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε από την [[ένωση]] δύο διαφορετικών γενών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>παγ</i>-<i>γενής</i>, <i>συγ</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[κοινογενής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε από την [[ένωση]] δύο διαφορετικών γενών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[παγγενής]], [[συγγενής]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινογενής Medium diacritics: κοινογενής Low diacritics: κοινογενής Capitals: ΚΟΙΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: koinogenḗs Transliteration B: koinogenēs Transliteration C: koinogenis Beta Code: koinogenh/s

English (LSJ)

ές, A hybridizing, opp. ἰδιογενής, φύσις Pl.Plt.265e.

German (Pape)

[Seite 1468] ές, gemeinschaftlich erzeugt, aus der Gemeinschaft zweier verschiedener Gattungen entsprungen, φύσις Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογενής.

Greek (Liddell-Scott)

κοινογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς μίξεως δύο διαφόρων γενῶν, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογενής, Πλάτ. Πολιτ. 265E· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

κοινογενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γενής (< γένος), πρβλ. παγγενής, συγγενής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινογενής -ές [κοινός, γένος] hybride:. ἐπιμέλεια … κοινογενοῦς φύσεως toezicht op fokken van kruisingen Plat. Plt. 265e.

Russian (Dvoretsky)

κοινογενής: происходящий от разных пород, смешанный (φύσις Plat.).