κλίνειος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλίνειος]], -εία, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κλίνη]] («ξύλα κλίνει' εἰς [[ὀγδοήκοντα]] μνᾶς ἄξια», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>κήπ</i>-<i>ειος</i>, <i>λεόντ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[κλίνειος]], -εία, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κλίνη]] («ξύλα κλίνει' εἰς [[ὀγδοήκοντα]] μνᾶς ἄξια», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[κήπειος]], [[λεόντειος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:33, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑ́νειος Medium diacritics: κλίνειος Low diacritics: κλίνειος Capitals: ΚΛΙΝΕΙΟΣ
Transliteration A: klíneios Transliteration B: klineios Transliteration C: klineios Beta Code: kli/neios

English (LSJ)

α, ον, A of or for beds, ξύλα D.27.10.

German (Pape)

[Seite 1453] zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.

Greek (Liddell-Scott)

κλίνειος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην, ξύλα κλίνεια Δημ. 816. 19.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lit.
Étymologie: κλίνη.

Greek Monolingual

κλίνειος, -εία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ειος (πρβλ. κήπειος, λεόντειος)].

Greek Monotonic

κλίνειος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κλίνειος: (λῑ) относящийся к кровати (ξύλα Dem.).

Middle Liddell

κλίνειος, η, ον
of or for beds, Dem. [from κλῑ́νη]