κοπρογενής: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοπρογενής]], -ές (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που τα γένια του [[είναι]] γεμάτα κοπριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[ευγενής]], [[υληγενής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:35, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1483] ές, im Mist erzeugt, Sp.
Greek Monolingual
κοπρογενής, -ές (Μ)
1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά
2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γενής (< γένος), πρβλ. ευγενής, υληγενής].