κτήνος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ [[ἄλλο]] τι [[κτῆνος]] τὸ πῡρ διαπεφευγός», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ [[ἴδιον]] [[κτῆνος]] ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>υβριστ.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] κανένα ευγενές [[κίνητρο]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[σκληρός]], [[κακοήθης]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κτήνη</i>, -<i>εα</i><br />αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα [[πάντα]] τρισχίλια ἔθυσε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κτή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του <i>κτῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. <i>δά</i>-<i>νος</i>, <i>τέμε</i>-<i>νος</i>)].
|mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ [[ἄλλο]] τι [[κτῆνος]] τὸ πῡρ διαπεφευγός», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ [[ἴδιον]] [[κτῆνος]] ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>υβριστ.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] κανένα ευγενές [[κίνητρο]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[σκληρός]], [[κακοήθης]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κτήνη</i>, -<i>εα</i><br />αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα [[πάντα]] τρισχίλια ἔθυσε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κτή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του <i>κτῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[δάνος]], [[τέμενος]])].
}}
}}

Revision as of 18:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)
ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν.
β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) υβριστ. άνθρωπος χωρίς κανένα ευγενές κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος, σκληρός, κακοήθης, απάνθρωπος
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ κτήνη, -εα
αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. -κτή-θην παθ. αόρ. του κτῶμαι) + επίθημα -νος (πρβλ. δάνος, τέμενος)].