κυριόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυριόλεκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια [[σημασία]], [[κυριολεκτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυριολέκτως</i> (Α)<br />με [[κυριολεξία]], κυριολεκτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>δύσ</i>-<i>λεκτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>λεκτος</i>].
|mltxt=[[κυριόλεκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια [[σημασία]], [[κυριολεκτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυριολέκτως</i> (Α)<br />με [[κυριολεξία]], κυριολεκτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[δύσλεκτος]], [[πολύλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:47, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1536] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριόλεκτος: -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.

Greek Monolingual

κυριόλεκτος, -ον (AM)
αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός
αρχ.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο.
επίρρ...
κυριολέκτως (Α)
με κυριολεξία, κυριολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. δύσλεκτος, πολύλεκτος].