λᾶϊγξ: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=λᾱϊγξ, -ιγγος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[λίθος]], [[λιθάρι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=λᾱϊγξ, -ιγγος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[λίθος]], [[λιθάρι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> ([[πρβλ]]. [[στρόφιγξ]], [[φύσιγξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, Dim. of λᾶας, A small stone, pebble, λάϊγγες Od.5.433; λάϊγγας 6.95. II generally, stone, A.R.1.402, al.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶϊγξ: γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ λᾶας, μικρὸς λίθος, «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. καθόλου, λίθος, Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
λάϊγγος (ἡ) :
petite pierre.
Étymologie: λᾶας.
Greek Monolingual
λᾱϊγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
1. μικρός λίθος, λιθάρι
2. (γενικά) λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρόφιγξ, φύσιγξ)].
Greek Monotonic
λᾶϊγξ: -γγος, ἡ, υποκορ. του λᾶας, μικρός λίθος, βότσαλο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
λᾶϊγξ: ϊγγος ἡ камешек Hom.