ἠθαλέος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠθαλέος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[συνηθισμένος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, [[ήμερος]] («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. <i>νυστ</i>-<i>αλέος</i>, <i>φρικ</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=[[ἠθαλέος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[συνηθισμένος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, [[ήμερος]] («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. [[νυσταλέος]], [[φρικαλέος]])].
}}
}}

Revision as of 19:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθᾰλέος Medium diacritics: ἠθαλέος Low diacritics: ηθαλέος Capitals: ΗΘΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ēthaléos Transliteration B: ēthaleos Transliteration C: ithaleos Beta Code: h)qale/os

English (LSJ)

η, ον, (ἦθος) A accustomed, εὐναί Opp.C.2.307; (ταῦροι) ib. 88, cf. Epigr.Gr.1035.23 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 1156] gewohnt, ἠθαλέας τ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπαισι μέλαθρον Opp. Cyn. 2, 306; ἠθαλέοι μερόπεσσιν, gewöhnt an, 2, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθᾰλέος: -α, -ον, (ἦθος) εἰθισμένος, συνήθης, εὐναί Ὀππ. Κ. 2. 88, 307· ἐπὶ προσώπου, φιλικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23.

Greek Monolingual

ἠθαλέος, -η, -ον (Α)
1. συνηθισμένος
2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυσταλέος, φρικαλέος)].