λιθιώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)<br />[[πάσχω]] από [[λιθίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσχω]] από [[αρθρίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ιώ</i>, δηλωτικό ασθένειας ([[πρβλ]]. <i>κορυζ</i>-<i>ιώ</i>, <i>μυρμηκ</i>-<i>ιώ</i>)].
|mltxt=(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)<br />[[πάσχω]] από [[λιθίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσχω]] από [[αρθρίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ιώ</i>, δηλωτικό ασθένειας ([[πρβλ]]. [[κορυζιώ]], [[μυρμηκιώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:06, 23 August 2021

Greek Monolingual

(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)
πάσχω από λιθίαση
αρχ.
πάσχω από αρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -ιάω, -ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζιώ, μυρμηκιώ)].