ἰχνηλάτης: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνηλάτης]] και ποιητ. τ. [[ἰχνελάτης]])<br />(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, [[ιχνευτής]], [[ανιχνευτής]] (α. «[[ἰχνηλάτης]] ἀληθείας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ιχνηλάτης]] [[σκύλος]]» — ο [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ὁ (Α [[ἰχνηλάτης]] και ποιητ. τ. [[ἰχνελάτης]])<br />(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, [[ιχνευτής]], [[ανιχνευτής]] (α. «[[ἰχνηλάτης]] ἀληθείας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ιχνηλάτης]] [[σκύλος]]» — ο [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ποδηλάτης]], [[χρυσηλάτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰχνηλάτης:''' ου ὁ Plut. = [[ἰχνελάτης]]. | |elrutext='''ἰχνηλάτης:''' ου ὁ Plut. = [[ἰχνελάτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A tracker, (ἀληθείας) Plu.2.762b:—poet. ἰχνελάτης AP6.183 (Zos.), APl.4.289.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Übertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. ἰχνελάτης Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui suit à la piste.
Étymologie: ἴχνος, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνηλάτης και ποιητ. τ. ἰχνελάτης)
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, ιχνευτής, ανιχνευτής (α. «ἰχνηλάτης ἀληθείας», Πλούτ.
β. «ιχνηλάτης σκύλος» — ο κυνηγετικός σκύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ποδηλάτης, χρυσηλάτης].
Russian (Dvoretsky)
ἰχνηλάτης: ου ὁ Plut. = ἰχνελάτης.