θηραγρέτης: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηραγρέτης]], ὁ (Α)<br />[[κυνηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αγρώ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θηραγρέτης]], ὁ (Α)<br />[[κυνηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αγρώ]]), [[πρβλ]]. [[ιππαγρέτης]], [[πυραγρέτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:30, 24 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A hunter, E.Ba.1020 (lyr., s.v.l.), AP6.184 (Zos.).
German (Pape)
[Seite 1208] ὁ, Wildfänger, Jäger; Eur. Bacch. 108; Zosim. 2 (VI, 184).
Greek (Liddell-Scott)
θηραγρέτης: -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· ὡσαύτως, θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θήρ, ἀγρέω.
Greek Monolingual
θηραγρέτης, ὁ (Α)
κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππαγρέτης, πυραγρέτης].
Greek Monotonic
θηραγρέτης: -ου, ὁ (ἀγρέω), ο κυνηγός, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θηραγρέτης: ου ὁ зверолов, охотник Eur., Anth.