κυαμοτρώξ: Difference between revisions
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[θηλακοτρώξ]], [[φυλλοτρώξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:55, 24 August 2021
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, A bean-eater, Ar.Eq.41 (with allusion to κυαμος ΙΙ).
German (Pape)
[Seite 1521] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε κύαμος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ῶγος (ὁ) :
mangeur de fèves.
Étymologie: κύαμος, τραγεῖν.
Greek Monolingual
κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακοτρώξ, φυλλοτρώξ.
Greek Monotonic
κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ (τρώγω), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰμοτρώξ: ῶγος ὁ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ [κύαμος, τρώγω] bonenvreter.