κυαμοτρώξ: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. <i>θηλακο</i>-[[τρώξ]], <i>φυλλο</i>-[[τρώξ]].
|mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[θηλακοτρώξ]], [[φυλλοτρώξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμοτρώξ Medium diacritics: κυαμοτρώξ Low diacritics: κυαμοτρώξ Capitals: ΚΥΑΜΟΤΡΩΞ
Transliteration A: kyamotrṓx Transliteration B: kyamotrōx Transliteration C: kyamotroks Beta Code: kuamotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, A bean-eater, Ar.Eq.41 (with allusion to κυαμος ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 1521] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε κύαμος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ) :
mangeur de fèves.
Étymologie: κύαμος, τραγεῖν.

Greek Monolingual

κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακοτρώξ, φυλλοτρώξ.

Greek Monotonic

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ (τρώγω), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμοτρώξ: ῶγος ὁ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ [κύαμος, τρώγω] bonenvreter.

Middle Liddell

κυᾰμο-τρώξ, ῶγος, ὁ, τρώγω
bean-eater, Ar.