σχοινοβάτης: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν<br />αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ακροβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο [[είδος]] Schoinobates volans, μήκους [[μέχρι]] 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοίνος]] / [[σχοινί]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν<br />αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ακροβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο [[είδος]] Schoinobates volans, μήκους [[μέχρι]] 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοίνος]] / [[σχοινί]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[υπνοβάτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω) A rope dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Gloss.; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινοβατία, lon. σχοινοβατίη, ἡ, A rope dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.
German (Pape)
[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης.
Greek Monotonic
σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.
Middle Liddell
σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, βαίνω
a rope-dancer, schoenobates in Juven.