τριπάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για την [[Τριτογένεια]] ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει [[τρεις]] πατέρες<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[τριπάτορες]]<br />οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῦ πατρός, [[ὅπερ]] ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα Βεκκήρου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), | |mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για την [[Τριτογένεια]] ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει [[τρεις]] πατέρες<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[τριπάτορες]]<br />οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῦ πατρός, [[ὅπερ]] ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα Βεκκήρου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. [[ἀπάτωρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῐπάτωρ:''' ορος (ᾰ) ὁ праотец, пращур Anth. | |elrutext='''τρῐπάτωρ:''' ορος (ᾰ) ὁ праотец, пращур Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:26, 25 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, A having three fathers, name of Tritogeneia, AP15.25.26 (Besant.); of Orion, Nonn.D.13.99. II τριπάτορες, οἱ, = πρόπαπποι or οἱ πρῶτοι ἀρχηγέται, AB 307.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. (για την Τριτογένεια ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες
2. στον πληθ. οἱ τριπάτορες
οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῦ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα Βεκκήρου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ἀπάτωρ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ праотец, пращур Anth.