υπνοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. υπνοβάτιδα και υπνοβάτισσα, η, Ν<br />αυτή που υπνοβατεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-[[βάτης]]. Η λ., μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν</i>].
|mltxt=ο, θηλ. υπνοβάτιδα και υπνοβάτισσα, η, Ν<br />αυτή που υπνοβατεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ορειβάτης]]. Η λ., μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. υπνοβάτιδα και υπνοβάτισσα, η, Ν
αυτή που υπνοβατεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης. Η λ., μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].