γενειάς: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γένειον]]<br /><b class="num">1.</b> a [[beard]], Od., Trag.<br /><b class="num">2.</b> in pl. the sides of the [[face]], cheeks, Eur.
|mdlsjtxt=[[γένειον]]<br /><b class="num">1.</b> a [[beard]], Od., Trag.<br /><b class="num">2.</b> in plural the sides of the [[face]], cheeks, Eur.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γενειάς]] -άδος, ἡ [[γένειον]]<br /><b class="num">1.</b> baard(haar).<br /><b class="num">2.</b> plur. wangen.
|elnltext=[[γενειάς]] -άδος, ἡ [[γένειον]]<br /><b class="num">1.</b> baard(haar).<br /><b class="num">2.</b> plur. wangen.
}}
}}

Revision as of 13:00, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάς Medium diacritics: γενειάς Low diacritics: γενειάς Capitals: ΓΕΝΕΙΑΣ
Transliteration A: geneiás Transliteration B: geneias Transliteration C: geneias Beta Code: geneia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A beard, κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176; δάσκιον γενειάδα A.Pers.316, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78; πρός <σε> γενειάδος… ἄντομαι E.Supp.277. 2 pl., cheeks, E.Ion1460, Ph. 1381, IT1366; of horses, χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548. II bandage for the chin, Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786.

German (Pape)

[Seite 482] άδος, ἡ, 1) Bart, Hom. einmal, Odyss. 16, 176 κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, v. l. ἐθειράδες, Aristarch las γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἔθειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς θρίξ. ὅθεν Ἀριστοτέλης (leg. Ἀρίσταρχος) ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν »κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον«, οὐκ »ἐθειράδες«. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 121. – Aesch. Pers. 308; Eur. Suppl. 290. – 2) das Kinn, Aesch. frg. Glauc. 25; Eur. Phoen. 1390; von Pferden, Qu. Sm. 4, 548. – Auch = Wange, Eur. Hec. 344 I. T. 1366; Orph. Arg. 881. – Als adj. fem., das Kinn betreffend, Galen.; Poll. 1, 147.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάς: -άδος, ἡ, (γένειον) γένειον, πώγων, κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· πρός σε τὴν γενειάδα… ἄντομαι Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. γένειον. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν κάτω σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 barbe;
2 joue.
Étymologie: γένειον.

English (Autenrieth)

άδος (γένειον): pl., beard, Od. 16.176†.

Greek Monolingual

η (Α)
βλ. γενειάδα.

Greek Monotonic

γενειάς: -άδος, ἡ (γένειον),
1. γενειάδα, μούσι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
2. στον πληθ., οι παρειές του προσώπου, τα μάγουλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γενειάς: άδος ἡ
1) борода Hom.; pl. Aesch., Eur.;
2) щека Eur.;
3) подбородок, челюсть (κάπροι ἀφρῷ διάβροχοι γενειάδας Eur.).

Middle Liddell

γένειον
1. a beard, Od., Trag.
2. in plural the sides of the face, cheeks, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενειάς -άδος, ἡ γένειον
1. baard(haar).
2. plur. wangen.