ψιλεύς: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psileys
|Transliteration C=psileys
|Beta Code=yileu/s
|Beta Code=yileu/s
|Definition=έως, ὁ, in pl. <b class="b3">ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες</b>, Hsch.; <b class="b3">ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος</b>, Suid.
|Definition=έως, ὁ, in plural <b class="b3">ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες</b>, Hsch.; <b class="b3">ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος</b>, Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:20, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλεύς Medium diacritics: ψιλεύς Low diacritics: ψιλεύς Capitals: ΨΙΛΕΥΣ
Transliteration A: psileús Transliteration B: psileus Transliteration C: psileys Beta Code: yileu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, in plural ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες, Hsch.; ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος, Suid.

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, der im Chor voransteht, weil im Kriegsheere die ψιλοί die Vordertreffen bilden, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλεύς: έως, ὁ, ὁ τελευταῖος ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππ-εύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός.