ἀλυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ciu. " to " ciudad ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀλῡσῐτελής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desventajoso]], [[no provechoso]], [[que no merece la pena]] ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.<i>Vect</i>.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.<i>AI</i> 16.224<br /><b class="num">•</b>[[no provechoso]], [[inútil]] Pl.<i>Cra</i>.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.<i>Oec</i>.14.5, [[δικαιοσύνη]] Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B<br /><b class="num">•</b>c. dat., Bato 2.9.<br /><b class="num">2</b> [[perjudicial]], [[dañino]] esp. en rel. c. la ciu. ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν <i>Ep.Hebr</i>.13.17<br /><b class="num">•</b>en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με [[ἀεί]] τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos</i>, <i>PSI</i> 441.21 (III a.C.).<br /><b class="num">3</b> de síntomas [[malo]], [[desfavorable]] (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.<i>Prog</i>.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.<i>Coac</i>.393, cf. Thphr.<i>Sud</i>.4.<br /><b class="num">4</b> [[de mala calidad]], [[de bajo valor]] de semillas <i>PTeb</i>.68.31 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[sin provecho]], [[sin beneficio]] βιώσεται X.<i>Mem</i>.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3<br /><b class="num">•</b>[[desventajosamente]] ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.<i>AI</i> 15.192<br /><b class="num">•</b>ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων <i>Prou.Bodl</i>.176.
|dgtxt=(ἀλῡσῐτελής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desventajoso]], [[no provechoso]], [[que no merece la pena]] ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.<i>Vect</i>.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.<i>AI</i> 16.224<br /><b class="num">•</b>[[no provechoso]], [[inútil]] Pl.<i>Cra</i>.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.<i>Oec</i>.14.5, [[δικαιοσύνη]] Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B<br /><b class="num">•</b>c. dat., Bato 2.9.<br /><b class="num">2</b> [[perjudicial]], [[dañino]] esp. en rel. c. la [[ciudad]] ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν <i>Ep.Hebr</i>.13.17<br /><b class="num">•</b>en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με [[ἀεί]] τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos</i>, <i>PSI</i> 441.21 (III a.C.).<br /><b class="num">3</b> de síntomas [[malo]], [[desfavorable]] (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.<i>Prog</i>.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.<i>Coac</i>.393, cf. Thphr.<i>Sud</i>.4.<br /><b class="num">4</b> [[de mala calidad]], [[de bajo valor]] de semillas <i>PTeb</i>.68.31 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[sin provecho]], [[sin beneficio]] βιώσεται X.<i>Mem</i>.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3<br /><b class="num">•</b>[[desventajosamente]] ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.<i>AI</i> 15.192<br /><b class="num">•</b>ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων <i>Prou.Bodl</i>.176.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 07:00, 16 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡσῐτελής Medium diacritics: ἀλυσιτελής Low diacritics: αλυσιτελής Capitals: ΑΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: alysitelḗs Transliteration B: alysitelēs Transliteration C: alysitelis Beta Code: a)lusitelh/s

English (LSJ)

ές, A unprofitable, Pl.Cra.417d, X.Oec.14.5, Polystr.p.18 W.; of a person, ἀ. τῇ πόλει Bato 2.9: Sup. -έστατος Aeschin.1.105. Adv. -λῶς X. Mem.1.7.2, Hierocl.in CA12p.447M., etc. II Medic., unfavourable, of symptoms, Hp.Prog.14.

German (Pape)

[Seite 111] ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῡσῐτελής: -ές, ἀνωφελής, Ἱππ. Προγν. 41, Πλάτ. Κρατ. 417D., Ξεν. Οἰκ. 14, 5, Βάτων ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9: - ὑπερθετ. -έστατος, Αἰσχίν. 15. 8. - Ἐπίρρ. -λῶς, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
désavantageux.
Étymologie: ἀ, λυσιτελής.

Spanish (DGE)

(ἀλῡσῐτελής) -ές
I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
c. dat., Bato 2.9.
2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciudad ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).
3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.
4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).
II adv. -ῶς sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3
desventajosamente ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων Prou.Bodl.176.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and the base of λυσιτελεῖ; gainless, i.e. (by implication) pernicious: unprofitable.

English (Thayer)

(ἄλφα) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος
αρχ.
(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λυσιτελής.
ΠΑΡ. αλυσιτέλεια].

Greek Monotonic

ἀλῡσῐτελής: -ές, ανωφελής, ακερδής, μη προσοδοφόρος, σε Ξεν.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῡσῐτελής: бесполезный, тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.

Middle Liddell


unprofitable, Xen. adv. ἀλυσιτελῶς, Xen.

Chinese

原文音譯:¢lusitel»j 阿-呂西-帖累士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-釋放-完成的
字義溯源:無益的,無獲益的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(λυσιτελέω)=有利)組成;而 (λυσιτελέω)又由(λύσις)=解脫)與(τέλος)=界限)組成,其中 (λύσις)出自(λύω)*=解開),而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 無益(1) 來13:17

English (Woodhouse)

useless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)